|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αφυσικότητα? — — πρόβλημα — τρύπησις — θέρμη — βαρκάρω — διαλάμπω — μπλέξιμο — απηυθυσμένον — ερημίτισσα — γαλβανοπλαστική — δηλοί — ξεφυσώ — μαρσίππιον — αντισημίτης — ευνομία — στερεοτύπης — γουρουνομαθημενος — σιτοδεία — σκυθρωπασμένος — μή μου άπτου — διατιμημένος — υπότρομος |
|||