|
ο сарма (жареное мясо или печень с рисом) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сарма? — σαρμάς как с (ново)греческого переводится слово σαρμάς? — сарма — σμυριδεργάτης — ξεθέωμα — μελαγχολικά — σπανακόπιττα — ευθυμογραφία — μονοετής — αγκιστροειδής — φύλακας — μετεωρολογία — κωμικό — Βιολέτα — γαζής — σβαρνίζω — ψιλικατζήδικο — κινάρα — μνήμα — εκσπώ — κουπόνι — κρίθινος — συνεπής — ψήφισμα |
|||