|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιστοποιούμαι? — — ταξιδευτής — ακούσια — αχθοφορικός — σίτηση — κλίφι — ακαταλάγιαστος — ζαμπέτι — βληματοθήκη — βοϊδόπετσα — σειστής — ταξιδεύτρια — αμοιβαδικός — κλειδωνιά — φετιχολάτρης — εξευμενισμός — άβολος — αποκλείω — βάπτω — αυτοαναίρεση — λαγοπροβιά — ρινηλάτης |
|||