|
η мучной склад #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мучной склад? — αλευραποθήκη как с (ново)греческого переводится слово αλευραποθήκη? — мучной склад — ναύαρχος — ασκούργιαστος — ινδονησιακός — προστομίς — μομία — καταδνώκομαι — διχοτόμος — αρτιφανής — φασματοσκόπιο — κλωστοϋφαντουργικός — δίδαγμα — εγκαθιστώ — μελανότητα — αμειδίαστα — εφελκίδα — επιστέγαση — εισορμώ — διαφθορείο — αγροτιά — δυναμώνω — διάχυτος |
|||