|
το «яхни», жаркое, рагу (овощное, мясное); φασόλια (πατάτες, κρέας) ~ — тушёная фасоль (картофель, мясо) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово яхни? — γιαχνί как на (ново)греческом будет слово жаркое? — γιαχνί как на (ново)греческом будет слово рагу? — γιαχνί как с (ново)греческого переводится слово γιαχνί? — яхни, жаркое, рагу — άπτυχος — συνολκή — ξυλογράφος — ξέδομα — χαζοβιόλης — τζέντλεμαν — μοχλεύω — γέρων — διανύω — μηδέν — αντιπειθαρχικός — ακρογιαλίτικος — παγκοσμιοποιώ — τρουβαδούρος — αφρορροώ — επιχωρίως — κατάχρηση — αχαρτογράφητος — έκχυτος — προσεγγιστικός — επικρουστήρας |
|||