Новогреческий словарь
πάλη
πάλη
η в разн. знач.
борьба
;
~ γνωμών — борьба мнений
;
η ~ τών αντιθέτων — филос. борьба противоположностей
;
η ταξική ~ — классовая борьба
;
εσωκομματική ~ — внутрипартийная борьба
;
ελληνορρωμαϊκή ~ — спорт. классическая борьба
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
борьба
? —
πάλη
как с
(ново)греческого
переводится слово
πάλη
? — борьба
#
(ново)греческий словарь
—
λαφιάζω
—
θρυπτικός
—
εύκολα
—
λαδομπογιαντίζομαι
—
ενδοσκόπηση
—
εισπρακτορίνα
—
φάδι
—
ιδιωτεία
—
παλαιός
—
αλογάκια
—
έμφαση
—
ελασματοποιώ
—
αφεντοπούλα
—
πρωταπριλιάτικος
—
μοιάζω
—
ρουτινιέρικος
—
αμνήστευση
—
εκχύμωση
—
σερενάτα
—
λάβωμα
—
ψαροπούλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω