|
η в разн. знач. борьба; ~ γνωμών — борьба мнений; η ~ τών αντιθέτων — филос. борьба противоположностей; η ταξική ~ — классовая борьба; εσωκομματική ~ — внутрипартийная борьба; ελληνορρωμαϊκή ~ — спорт. классическая борьба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово борьба? — πάλη как с (ново)греческого переводится слово πάλη? — борьба — αιμορροφιλία — σπληνεκτομίο — ανησυχώ — εμβρόντηση — ελεφαντόδους — αλλόκοτος — φροκαλίδια — αμύρωτος — φαγάδικος — λιθοτομία — αμφιταλάντευση — επιδραστικός — ανάγωγος — περιωρισμένος — παιχνιδοκονσόλα — πέπλος — θυσιάζω — αχυραποθήκη — αναβλητικότητα — αφρεσκάριστος — οίκιση |
|||