|
короткий, недолгий (о жизни); ο γέρος μού φαίνεται ~ — [phrase]мне думается(__,__) что старик недолго протянет[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово короткий? — λιγόημερος как на (ново)греческом будет слово недолгий? — λιγόημερος как с (ново)греческого переводится слово λιγόημερος? — короткий, недолгий — ενδυνάμωμα — λούπης — περιβολαρήσιος — πονηράδα — αρτόδενδρον — υποσμία — προεικασία — συχνά — τοπογραφικός — ματαλέω — ανασπάζομαι — μπαρουτόλασπη — λαθροχειρώ — δίκροτον — νυμφίος — αφίστμαι — πιδέξιο — γλυκογυρίζω — αγκυροβόλημα — ψοφίμι — προσκύνηση |
|||