|
το : τό έφαγε ~α — [phrase]он белены объелся[/phrase]; είναι πιό κουτός από τά ~α — [phrase]он полнейший идиот[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βλίτο? — — αντίσκομα — στυγερός — βαριόμοιρος — ξύστρο — άβαλτος — σφυγμομετράω — αναθυμιατίζω — προεργάζομαι — ανάπαιστος — παραχωρητής — συρίγγωση — σμήναρχος — γκρεμοτσακισμένος — επιρρίπτω — αγωγεύς — γιδόστρατα — φιλοτιμώ — τριανταμία — λειτουργιέμαι — ελεγείος — ευγηρία |
|||