|
II τό мор. бриг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бриг? — μπρίκι как с (ново)греческого переводится слово μπρίκι? — бриг — ξαρροβωνιάζω — αυτοτομία — μνημειακός — σμίξη — τηλεπικοινωνιακός — μαστρολόϊ — ηλεκτρολυτικός — νήτικο — σπίνος — εκφορτώνω — λησμονούμαι — λαδοτύρι — χορομανία — ξεθάμπωμα — απορροή — διπτέρυγα — μοίραρχος — ρευστότητα — ναι — ηλιοφάνεια — φιστικιά |
|||