|
снимать шляпу (с кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать шляпу? — ξεκαπελλώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεκαπελλώνω? — снимать шляпу — νατουρμόρτ — ζευγαράκι — κριτική — τάνυσμός — εκγερμανίζω — βεγγαλέζικος — ωραιότατα — βουτιέμαι — πλόκαμος — αναπομπή — αποσπεριάτικος — μπουλούκι — γλάκιο — χοχλακιάζω — κόφτομαι — Βουλευτικό — προσόρμιση — εθνοφρουρά — σοφιστικέ — γεροντοθρόφι — πνίξιμο |
|||