Новогреческий словарь
ξεκαπελλώνω
ξεκαπελλώνω
снимать шляпу
(с кого-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снимать шляпу
? —
ξεκαπελλώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκαπελλώνω
? — снимать шляпу
#
(ново)греческий словарь
—
ανασύσταση
—
βεντούζα
—
μπατανία
—
χλωραιθήρας
—
αποχώρηση
—
αναμιγνύω
—
αρτηρία
—
ξίκης
—
φλιτζάνα
—
αχρειεύω
—
εξομάλισμός
—
σμίλευση
—
αξανέμητος
—
ανέμιξα
—
κουμαντάρω
—
ατακτοποίητος
—
αφεντάδικος
—
εξαντλημένος
—
μπορντελλόβιος
—
παραστράτημα
—
αγκίδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω