|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τιγράκι? — — σίζων — γαριφαλιά — χρησικτησία — βεγγέρα — δασυχαίτης — μεταφόρτωση — ανήλωσα — ψηλαφισμός — κλαίουσα — θίγω — ασχημομούρικος — γαλακτερά — προδρομικός — δυσάρεστα — κάρα — ερημοκκλησιά — κλάφτηκα — διακωλύω — εισαγώγιμος — ψευδοευλαβής — κόφα |
|||