|
το полотенце (для рук, лица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полотенце? — προσόψι как с (ново)греческого переводится слово προσόψι? — полотенце — πανεράς — γεωκεντρικός — απόχυμα — υπεροπλία — καθησυχαστικός — επανειλημμένος — πικάρισμα — κολνάω — βαριοκαρδίζω — αναθεμελιωτικάς — ψίαθος — βεντάγια — ξαναγεννιέμαι — ομο- — ρητινέλαιο — πυροηλεκτρισμός — τζίρος — φούρνισμα — στοιχειοθέτης — λειβαδήσιος — γερόλυκος |
|||