|
αόρ. от συντέμνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνέταμον? — — χορηγία — σκήτη — πρωτόπαθος — μολυντήρι — πινακίδιο — αναίμακτα — ιπποδρόμιο — μηδενίζω — στερεά — μονότομο — λοξόφθαλμος — αστίατρος — δολλάριο — βόχα — γλαστερός — πάλεμα — γλυκοθώρητος — εφταετία — γραπωσιά — ραφινάρισμα — κακιώνω |
|||