|
(αόρ. πριτσινάρισα) клепать, заклёпывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клепать? — πριτσινάρω как на (ново)греческом будет слово заклёпывать? — πριτσινάρω как с (ново)греческого переводится слово πριτσινάρω? — клепать, заклёпывать — ομορφόπαιδο — σωματότυπος — ουροδόχη — αφιλόπατρις — αριστερόχειρος — καρατόμηση — αιμοπότης — αναδιοργάνωτος — αντιπολιτευτικός — αργυροχόος — φρύαγμα — αλλέγρος — βάρδα — προσμαρτυρία — αυτογραφική — βούρκος — προσκύνηση — ψαροκάικο — μεγαλόνοια — παραπληγία — ανάσπαστος |
|||