|
(άόο. επέδρασα) влиять; воздействовать; ~ πάνω σέ κάποιον (или επί τίνος) — влиять (на кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влиять? — επιδρώ как на (ново)греческом будет слово воздействовать? — επιδρώ как с (ново)греческого переводится слово επιδρώ? — влиять, воздействовать — ανακόχλαση — αγουροξυπνημός — διπλοκοσκινίζω — σονέττο — ουκρανικά — κερδισμένος — υπερετάω — χρυσοκυρά — εκατοστάρικος — στερημένος — αστιγματισμός — αποστερεύω — φάράγγι — πιστοχρεώνω — σχολιανός — διπλοθεμελιώνω — αγογγυσίς — στραβολαιμιάζομαι — ξανανεώνω — τσαμπούνημα — ρικινέλαιον |
|||