|
η каска; шлем (тж. для защиты от солнца) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каска? — κάσκα как на (ново)греческом будет слово шлем? — κάσκα как с (ново)греческого переводится слово κάσκα? — каска, шлем — αλλοστράτισμα — αυτοχειροτόνητος — κτηνώδης — προσχεδιάζω — οπωροπώλης — βρούβα — ηχητικά — αγανά — επίμαχος — βαθύσφαιρα — αντικρείνω — φιόγκος — αξενύσταχτος — μαλακτός — καλωδίωση — μαξιλλάρωμα — φασαμαίν — ακατασκεύαστος — ασυγκράτητα — μουρλαίνω — φρικιαστικός |
|||