|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δανειοδοτικός? — — μικροπόνηρος — βροντοχτυπώ — αμπαλλάρισμα — επίσπευση — έγια! — εθελούσιος — καρδέλι — βεργόλιγνος — επιδικάζω — στοματορραγία — δοξομανής — όμηρος — προμεσημβρινός — εμπορομπακάλης — χώσιμο — μακιγιέζ — απρέπεια — χήρος — ελληνόφρων — ταπίστομα — πρόχωμα |
|||