δανειοδοτικός

формы словаβ
δανειοδοτικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δανειοδοτικός? —


μικροπόνηροςβροντοχτυπώαμπαλλάρισμαεπίσπευσηέγια!εθελούσιοςκαρδέλιβεργόλιγνοςεπιδικάζωστοματορραγίαδοξομανήςόμηροςπρομεσημβρινόςεμπορομπακάληςχώσιμομακιγιέζαπρέπειαχήροςελληνόφρωνταπίστομαπρόχωμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit