|
: πνέω τά ~α — быть при смерти, быть при последнем издыхании #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λοίσθιος? — — ζημιογόνος — απροφάσιστος — λαγάνα — Θεσσαλή — εκταμίευση — αφαρπάζω — αρβαλίζω — καννιβαλισμός — ξεθυμώνω — ελαιοτρίβιον — στραβοτιμονιάζω — πονοκεφαλιάζω — αγγλοθρεμμένος — σκορποχώρι — φτερωτός — εικονογράφος — ψαρίλα — γκρεμοτόπι — αγουροξύπνητος — ψυχογράφος — τακτοποιούμαι |
|||