|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρεμοφέγγισμα? — — τετράδυμα — υλοτόμος — γυναικάδελφη — καρδιοστάλαχτος — ολοκόκκινος — παρακουράζομαι — λάδανον — μπρούτζινος — ταλαντούχος — αποντιάζω — μπεκροκανάτας — πίδακας — χαμαιλέοντας — αντιδωρεά — απροίκιστος — ακαρίκωτος — μικροσκοπικός — παραγκώνιση — γυναικοφέρνω — τερπνό — βερνικωτός |
|||