|
жёлчный; ~ κύστις — жёлчный пузырь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жёлчный? — χολοδόχος как с (ново)греческого переводится слово χολοδόχος? — жёлчный — λίμνασμα — γερεύω — δίφραγκο — Ελλαδίτισσα — μακρολογώ — εμύς — αμφιμασχάλια — εθλάσθην — δούλεψη — κατάπλους — παράλλαξη — σώτειρα — κάρτο — προϋπολογίζω — κάνας — καρύκευση — βροντόλαλος — σκατομαλάκας — υπερδεξιός — νύκτιος — διαβεβρωμένος |
|||