|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ουροφόρος? — — παρακάλεση — ίστημι — συνωδά — μινιμαλισμός — ζωοταριχεία — εργογράφος — σιτέμπορος — αρμολόγος — αποχαιρετιστήριος — κάμερα — επιπωμάτιση — ομοφυλία — παραμονή — οξυδέρκεια — απηρχαιωμένος — κολληγιάζω — διατυπώνω — καλοβράζω — μεγαλοπιάνομαι — σοβαρολογώ — σμάλτωση |
|||