Новогреческий словарь
τρεχούμενος
τρεχούμεν|ος
текущий; проточный
;
~ο νερό — проточная вода
;
===
~ λογαριασμός — текущий счёт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
текущий
? —
τρεχούμενος
как на
(ново)греческом
будет слово
проточный
? —
τρεχούμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρεχούμενος
? — текущий, проточный
#
(ново)греческий словарь
—
εξτρεμιστικός
—
ευπόρθητος
—
μυογράφημα
—
ανομοιωτικά
—
ηλεκτροακουστικός
—
κατηχήτρια
—
οξειδωτός
—
ειθίζω
—
σουρτούκω
—
σπαζοκεφαλιάζω
—
άσεμνος
—
περισσά
—
αερόλουτρο
—
αύθις
—
συνηθίζω
—
δυναμικό
—
παλαιώνω
—
αψεγάδιαστα
—
σκαρτάρω
—
διασταλτικός
—
γρηγορωσύνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве