|
текущий; проточный; ~ο νερό — проточная вода; === ~ λογαριασμός — текущий счёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово текущий? — τρεχούμενος как на (ново)греческом будет слово проточный? — τρεχούμενος как с (ново)греческого переводится слово τρεχούμενος? — текущий, проточный — διευκόλυνση — χυμένος — πλακόστρωτος — μεγαλοψυχία — συνεισφερόμενος — σβελτέτσα — θρησκομανία — ανθρωποσωστικός — φίλιππος — απαλαίνω — αήττητος — εριούχος — μυστικισμός — ορφανικός — βήγμα — μπακκαράς — κνησμώδης — τρυφή — φιλοφρονητικός — ανάλεκτα — φρικασσές |
|||