|
το прям., перен. зеркало; === ως εν κατόπτρω — как в зеркале #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зеркало? — κάτοπτρο как с (ново)греческого переводится слово κάτοπτρο? — зеркало — παιδόφιλος — δεξίωση — αγριομούρης — συγκομιστής — προσωπολατρεία — βρεχτούρα — αγερωχία — αναλόγι — ψευδίζω — αξέφραστος — ζαρίφης — ταμιακός — αεριοωθούμενος — απολέπισμα — ταράττομαι — ισιώνω — δασμολογικός — υαλοσκεπής — δικάσιμη — βροντοκόπημαι — φθισιώ |
|||