|
η щавель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щавель? — οξαλίδα как с (ново)греческого переводится слово οξαλίδα? — щавель — εδαφίζω — εγγυητήριο — αβάτευτος — αντεκδικήτρα — χάσκας — ψεγαδιάζω — κορακοζώητος — ηλιοσκόπιο — ελλιπής — ωρισμένος — φούρκα — κακοψύχι — εξοιδαίνομαι — ακατασκευάστως — αρσάκειον — μονίτωρ — ανυπομόνητος — περιθώριο — πρασιά — ημίονος — παιδαγωγία |
|||