|
η чернильный прибор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чернильный прибор? — καλαμαριά как с (ново)греческого переводится слово καλαμαριά? — чернильный прибор — προσήκει — απλωτός — αυτομόληση — εφοδιοφόρος — υδρομεταλλουργία — ντεφαιτισμός — οινοπνευματίασις — μαραίνομαι — μάρς — αστάχωτος — σκληροδερμία — απανωβάλτης — ερυθροπύρωση — δεσμός — υπομιμνήσκω — τυποποιία — αυτοκρίνομαι — ευκοίλιος — αμεμούρι — επαναπλέω — απόσκεπος |
|||