|
το церк. епитрахиль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово епитрахиль? — επιτραχήλιον как с (ново)греческого переводится слово επιτραχήλιον? — епитрахиль — νύφη — γυψοποιείο — προστυχεύω — σιροπιαστός — ακατάδεκτος — αδίκως — λιόχεντρα — ηδύοσμον — δόρυ — εποίκηση — πληρωμή — συμφεροντολογικός — κουλούριασμα — βροντοφωνώ — ταμίευμα — κικινέλαιο — αραλίκι — αφεντόπουλο — καρυοειδής — φλερτάρω — ασπρόκωλος |
|||