|
ο портной(__,__) шьющий национальную греческую одежду #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово портной, шьющий национальную греческую одежду? — ελληνορράφτης как с (ново)греческого переводится слово ελληνορράφτης? — портной, шьющий национальную греческую одежду — δεκαεξαετία — άστοχος — μπλιό — προαίσθημα — νυστεριά — ανατριχούμαι — κοτσάνι — φιστικάς — φερετροποιεία — καντίνα — κινέζικος — ρεμπέλεμα — Μαυρομάτης — πρόσφορο — υγρομετρικός — εμπροστέλλα — βρώμιος — καλλίμορφος — άδικος — Βιρμανή — παραστεκάμενο |
|||