|
(-ιδος) η мед. эндометрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндометрит? — ενδομητρίτις как с (ново)греческого переводится слово ενδομητρίτις? — эндометрит — ενδεκάμηνος — μεροξημερώνομαι — τυπωτικά — τελματώνομαι — αδενώδης — κρυφο- — βραστός — φυτευτήρι — παρεκτός — αραιοκατοικημένος — παραπαχαίνω — ετάζω — αγριομούτσουνος — μελεαγρίς — προγονολατρία — αλύπητος — ξεμυγιάζω — ανετοίμαστα — απρόσφορος — υποστροφή — φιγουρατζού |
|||