ενδομητρίτις

формы словаβ
ενδομητρίτις
(-ιδος) η мед. эндометрит



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово эндометрит? — ενδομητρίτις
как с (ново)греческого переводится слово ενδομητρίτις? — эндометрит


ενδεκάμηνοςμεροξημερώνομαιτυπωτικάτελματώνομαιαδενώδηςκρυφο-βραστόςφυτευτήριπαρεκτόςαραιοκατοικημένοςπαραπαχαίνωετάζωαγριομούτσουνοςμελεαγρίςπρογονολατρίααλύπητοςξεμυγιάζωανετοίμαστααπρόσφοροςυποστροφήφιγουρατζού




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit