|
η уст. высокопарность, напыщенность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высокопарность? — μεγαλορρημοσύνη как на (ново)греческом будет слово напыщенность? — μεγαλορρημοσύνη как с (ново)греческого переводится слово μεγαλορρημοσύνη? — высокопарность, напыщенность — καπνοπωλείο — μυθιστορηματικός — προλετάρισσα — ψυχολόγος — μπεσαλής — ασημόκουπα — καφουρά — φελώ — υπολοχαγός — αγγειολογικός — απόδαυλος — σχεδιάστρια — γκρεμοτσακισμένος — εξηκοστός — γυναικολόγι — ηκροάσθην — δεκάγωνο — ζυγγίβερη — δυσπιστώ — συμπολίτης — ασφαλτούχος |
|||