|
дыхательный; ~ά όργανα — дыхательные органы ~ές ασκήσεις — дыхательные упражнения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дыхательный? — αναπνευστικός как с (ново)греческого переводится слово αναπνευστικός? — дыхательный — χτιστός — ασκητής — φτιάσιμο — συστολικός — υποδιοικητής — μιξόδια — γκελεμπία — πολιορκώ — σιμίτης — γαλβανοτεχνία — ροκάνισμα — αποδειχθείς — κοκκαλιάρικος — σεκόντο — Χιλιανή — εμάνην — σπουργίτι — μεσοζωϊκός — οκταετία — εγγυοδότης — ξενοφοβικός |
|||