|
η обмен; κάνω ~ — менять, обменивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обмен? — τράμπα как с (ново)греческого переводится слово τράμπα? — обмен — ετερόγαμος — αιμοκαλλιέργεια — αγκίστρωμα — αντιπλοίαρχος — κεδρί — κεραμώ — αρροκάνιστος — πεντάρα — ανοφυσητός — αιμάτωμα — άκερκος — έρευξη — διαμέρισμα — ξεκίνημός — Μαυρομάτης — βρόντημα — πιόμα — συναγελασμός — μπατακτσηλίκι — προμελετάω — ντοριός |
|||