|
анат. венечный, коронарный; ~αία αρτηρία — венечная артерия; ~αία αγγεία — коронарные сосуды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово венечный? — στεφανιαίος как на (ново)греческом будет слово коронарный? — στεφανιαίος как с (ново)греческого переводится слово στεφανιαίος? — венечный, коронарный — αχρύσωτος — μότο — χωροθέτηση — πηγαδήσιος — βουνοποριά — ζωϊκότητα — νομαρχία — μεσοδόκι — διακλαδωτικός — ανεμοσκορπίδια — σταθερότητα — μπετοκέφαλος — ελεφαντομάχος — ιδιολάτρις — ακυβέρνητα — αντίστυλο — αλύμαντος — ανοικοκύρευτα — ιόντωση — ξεκουφαίνω — βροχόνερο |
|||