|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δερματολογικός? — — χαλκοπυρίτης — ανακατανομή — λειτούργημα — της — βραχύβιος — έχμα — αναδιψία — υπογένεοτη — χαμήλωμα — μονοιασμένος — ανασφογγίζω — αντίκλειθρον — άπλα — φτερουγώ — εφέτης — Βουλγαρία — παρασκευάζομαι — κουνάδι — βαλτός — κατρακύλα — πογκρόμ |
|||