|
ο, η 1) животновод; скотовод; 2) скотник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово животновод? — κτηνοτρόφος как на (ново)греческом будет слово скотовод? — κτηνοτρόφος как на (ново)греческом будет слово скотник? — κτηνοτρόφος как с (ново)греческого переводится слово κτηνοτρόφος? — животновод, скотовод, скотник — συμβουλευτής — πατούσα — εξαγωγικός — βαρυστενάζω — ακριβογυιός — ημιτόνιο — αταχτοποίητος — ποικιλτική — ανακρίνομαι — λεπτότητα — απαργιάζω — λιοστάσι — υπεραισθητός — αγκαθότοπος — αρέντα — ανεπηρέαστα — γκέμι — αγχόνη — αγαπητικός — αλωνιστής — τζετ |
|||