|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαχλίτσα? — — καταναγκαστικός — σάλπιγγα — ευθυντήρ — ζαφείρι — αργολικός — φιλιότσος — αφιέρωση — αποδιώκω — ενδοψία — τέως — βουβώνα — χλιαρότητα — παραφύλαξη — πυριτιδοποιός — συχωρνάω — γραμμή — ανατέλλω — ταράσσομαι — ζωφόρος — εξόντωση — ανέκκλητος |
|||