|
(-όνος) ο угломер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угломер? — γωνιογνώμωνας как с (ново)греческого переводится слово γωνιογνώμωνας? — угломер — γυναικόπαιδα — μεθώ — στερφοπροβατίνα — κασελλάκι — ακρόβαθρο — εξαγωγεύς — γλυκόπιοτος — αβοκαντόσουπα — τσίσια — νιότη — χρυσοποίκιλτος — ραθυμώ — χαβούτσι — καλαντιστής — γεροντικό — θύραθεν — καλλιέργημα — περι- — διακρατώ — παρασημαίνω — σοροκάδα |
|||