|
(-ητος) η 1) вдумчивость; 2) задумчивость; 3) обдуманность, продуманность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдумчивость? — διαλογιστικότης как на (ново)греческом будет слово задумчивость? — διαλογιστικότης как на (ново)греческом будет слово обдуманность? — διαλογιστικότης как на (ново)греческом будет слово продуманность? — διαλογιστικότης как с (ново)греческого переводится слово διαλογιστικότης? — вдумчивость, задумчивость, обдуманность, продуманность — Τεμπελοχώρα — γλυκολαλώ — κανναβίς — αντιγνωμώ — αντίμαχος — υδροποσία — κτηνασφάλιση — τσαλαβουτώ — θελκτικός — μαρκήσιος — τεμάχισμα — δείνα — θολωτός — αντιπροσωπεία — ασκί — κρυφοδαγκανιάρης — βλαστοφυω — αγριοστάφυλο — προσονάχωμα — χώνευση — φυγοκεντρικός |
|||