|
η корица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корица? — κανέλλα как с (ново)греческого переводится слово κανέλλα? — корица — εχάρην — συνδιοικώ — φυμάτιο — απανωτάρι — γεροντζιάρης — τυφλωμένος — έμφραγμα — αυτολίπανση — δολερότητα — αυτοπαινιέμαι — συζυγαρχία — φτιασιδωμένος — κράμα — χούφτιασμα — ιστιοποιία — εφοδραργύρωση — περιορίζομαι — απορροφάω — μαγικά — βαφική — κερασέων |
|||