|
το 1) дух, гений; καλός (κακός) ~ — добрый (злой) гений;; 2) дух, привидение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дух? — δαιμονικό как на (ново)греческом будет слово гений? — δαιμονικό как на (ново)греческом будет слово дух? — δαιμονικό как на (ново)греческом будет слово привидение? — δαιμονικό как с (ново)греческого переводится слово δαιμονικό? — дух, гений, дух, привидение — ελαιοφάγος — σιταγωγία — λινοστολή — λεχουσιά — γεροντολογώ — αδολεσχία — επίπλουν — αγγειόσπερμα — προβοσκιδοφόρος — απροσδιοριστία — χορομανής — εμβρυουλκός — αιμορροΐδες — προεκλογικός — ματαιοδοξώ — κασκαρίκα — ραγίζω — στρατιωτίνα — βλεφαριδωτός — κεφάλαιο — σπογγαλιεία |
|||