Новогреческий словарь
ποδιστά
ποδιστά
мор.
по ветру
;
παίρνω (τή) βόλτα (или γυρίζω) ~ — разворачиваться по ветру
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
по ветру
? —
ποδιστά
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποδιστά
? — по ветру
#
(ново)греческий словарь
—
χανούμισσα
—
αμνηστία
—
ανεκτέλεστος
—
ενσφηνώνομαι
—
συνεορτάζομαι
—
τοξότης
—
ευθάλασσος
—
εμπλάστρωμα
—
αγροίκία
—
μικροαστός
—
αμώνω
—
αποδοκιμαστικός
—
στωϊκός
—
κούβεντολόγι
—
διασοφίζομαι
—
καθαγίαση
—
χαρτοπόλεμος
—
γαρίζω
—
ακροβατισμός
—
θρασυδειλία
—
καρφωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,