|
одевать невесту #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одевать невесту? — νυμφοστολίζω как с (ново)греческого переводится слово νυμφοστολίζω? — одевать невесту — τροφός — ρουφιάνος — μηδενικός — ετερος — δημοδιδάσκάλισσα — ξύπνιο — ακροστόμιον — ρεμπέτα — βαρελίσιος — υποπτεύομαι — χωματένιος — οφειλέτις — μενεξεδής — κατουροκούμαρο — χάνομαι — θεάνθρωπος — αυτεπιστασία — εμβατήριο — γυναικοθηρία — ατρακτίδιο — δυσκολοκατόρθωτος |
|||