|
το 1) развёртывание; 2) геом. развёртка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово развёртывание? — ανάπτυγμα как на (ново)греческом будет слово развёртка? — ανάπτυγμα как с (ново)греческого переводится слово ανάπτυγμα? — развёртывание, развёртка — μυριόχρωμος — αναθομίζω — νερόβρασμα — γονατιά — ανταλλακτικά — ρομπότ — προσεταιρισμός — πιπερόριζα — ημίτονο — ψέκτης — ψελλίζω — πρόσφυση — ψυχομαντεία — εκχυτήρ — ανθοστοιχία — απαλλοτριώνομαι — γωνίτσα — δίστιχος — χρειαζούμενα — σχίνος — βίκα |
|||