Новогреческий словарь
ανάπτυγμα
ανάπτυγμα
το 1)
развёртывание
;
2) геом.
развёртка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
развёртывание
? —
ανάπτυγμα
как на
(ново)греческом
будет слово
развёртка
? —
ανάπτυγμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάπτυγμα
? — развёртывание, развёртка
#
(ново)греческий словарь
—
μπεζέρισμα
—
καισαρικός
—
ονομαστί
—
αλαφυραγώγητος
—
τουλουμήσιος
—
τσιριξιά
—
αναπηνιστήριον
—
γνευτός
—
παιδαγωγική
—
στρεμμοτικός
—
αριά
—
φραγγελώνω
—
ασπρουλιάρης
—
κοινωφελισμός
—
ομοφυλόφιλος
—
αλληλοκαταγγέλλομαι
—
στραβοτιμονιά
—
προσωπολήπτης
—
πατάτας
—
ασυλία
—
νανοεπιστήμη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,