|
санскритский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санскритский? — σανσκριτικός как с (ново)греческого переводится слово σανσκριτικός? — санскритский — σελεμιίζω — παρεγκεφαλίτιδα — αδιακλάδωτος — βίτσα — ερρέτω — πειθάρχηση — τοπαρχία — κλειδοφύλακας — βούρκωμα — αρτοδοτώ — αδωρος — δίχως — ίνωμα — ξοφλημένος — ανέσπερος — επανάκτησις — ομνύω — στυφάτο — αναρχισμός — μαρουλοσαλάτα — παρεξηγώ |
|||