|
η 1) пенал; 2) шкатулка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пенал? — κασετίνα как на (ново)греческом будет слово шкатулка? — κασετίνα как с (ново)греческого переводится слово κασετίνα? — пенал, шкатулка — αμαξοστοιχία — αναδιανεμητικός — μαγνήτισμα — φθόνος — αγγελουδάκι — τυροδοχείο — αντρομοίρι — χωριστά — στήνω — πάνοπλος — βλάστημος — λαιλαπώδης — προκληροδοτώ — αντισκορβουτικός — μαγνησιακός — μισόκλειστος — αντιτάσσω — σχοινένιος — παθητικός — τσιριχτός — μπαχτσές |
|||