Новогреческий словарь
κασετίνα
κασετίνα
η 1)
пенал
;
2)
шкатулка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пенал
? —
κασετίνα
как на
(ново)греческом
будет слово
шкатулка
? —
κασετίνα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κασετίνα
? — пенал, шкатулка
#
(ново)греческий словарь
—
γάζωμα
—
λαμπαδηδρόμος
—
ακρωτηριασμός
—
φούρναρης
—
απτάλης
—
γκιζερίζω
—
βουκίτσα
—
εικονίδιο
—
ευπρόσωπος
—
μονοσάνδαλος
—
απανωσέντονο
—
ετερομορφικός
—
Σ
—
γερανιός
—
ηλακάτη
—
καλλωπιστικός
—
αρκετό
—
ιδιοσυγκρασία
—
άκλεπτος
—
χάρτου
—
μανόμετρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве