|
недоверчивый, недоверяющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недоверчивый? — δύσπιστος как на (ново)греческом будет слово недоверяющий? — δύσπιστος как с (ново)греческого переводится слово δύσπιστος? — недоверчивый, недоверяющий — εξακτινώνω — αναγκαστικά — ξαναφορμάρω — συναδελφότητα — γυαλωσύνη — φυλακίζω — δενδροτόμηση — θυσανοσωρείτης — εκθρονισμός — συγκαταρίθμησις — ευήκοος — ανόρκιστος — κακοφημία — τύφλαμάρα — ξεμυαλίστρα — ενθεματισμός — τσινίζω — αμφικτίονες — νιπτήρας — προϊόν — πρεμιέρα |
|||