|
ο гарант, поручитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарант? — εγγυοδότης как на (ново)греческом будет слово поручитель? — εγγυοδότης как с (ново)греческого переводится слово εγγυοδότης? — гарант, поручитель — ζυμαρικό — σκυλοδρομία — προσχώνομαι — ξυλόκαστρο — ευπλαστικός — ηλεκτρογεννήτρια — βαφική — ανενόχλητος — υπερύψηλος — συνηρημένος — πρωτότοκος — οικοπεδοφάγος — φυτοκομία — άλμα — σύρτις — μαυρομάτα — διαιρώ — οικοπεδοποιούμαι — πεντηκοστιανοί — χορταριασμένος — αλεκτόρειος |
|||