|
το мельхиор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мельхиор? — αρζαντό как с (ново)греческого переводится слово αρζαντό? — мельхиор — κρεατωμένος — επιτρόπευση — βρούχος — δημαρχιλίκι — συνορισιά — μεταλλωρύχος — Βασιλεύουσα — εξαγωγεύς — μικροτεχνία — ξεκούρδιστος — απαλόσορκος — κατευθυντήριος — κοσμηματοπώλις — εκατονταπλάσιος — αναληπτικός — αρμολόγηση — αναλαμπή — παρόμοιος — εφαρμογή — διαδρομεύς — οργανοειδής |
|||