|
η гарь; запах гари #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарь? — τσίκνα как на (ново)греческом будет слово запах гари? — τσίκνα как с (ново)греческого переводится слово τσίκνα? — гарь, запах гари — απόγραφο — ανάγρσμμα — εναρμόνισις — διαστόμωση — διπλοκλείδωτος — βαρκάρης — καλοφαγού — τραχειοβρογχοσκόπηση — διατσέντο — αρθριτισμός — θερμομετρογράφος — μονά — ανάβρυτος — μακρύνω — υπενοικιαστής — αρμενιστί — συνθιασώτης — ξετυλίγομαι — μασούλισμα — θειάφινος — βαΐζω |
|||