Новогреческий словарь
ανεμοστάτης
ανεμοστάτης
ο 1)
ось мотовила
;
2)
анемограф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ось мотовила
? —
ανεμοστάτης
как на
(ново)греческом
будет слово
анемограф
? —
ανεμοστάτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεμοστάτης
? — ось мотовила, анемограф
#
(ново)греческий словарь
—
χελώνιον
—
ευκολομεταχείριστος
—
τοκολόγιο
—
χορηγώ
—
λεπτότριχος
—
δέντρινος
—
διαστασιολόγηση
—
αφυλάκωτος
—
βλαστός
—
διπλοσκοπός
—
διάδοχος
—
πλατιά
—
πρωτοφανήσιος
—
αργόμισθος
—
μυρρωνικός
—
πολιτικοοικονομικός
—
ενήλικος
—
εισέτι
—
κουφότητα
—
γαλαχτερός
—
άραθα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве