|
прям., перен. гореть, пылать; ~ομαι υπό τής επιθυμίας νά... — гореть желанием... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гореть? — διακαίομαι как на (ново)греческом будет слово пылать? — διακαίομαι как с (ново)греческого переводится слово διακαίομαι? — гореть, пылать — κουμαντάρω — πλατύβαθρο — εβγάζω — δροσοσταλιά — μπογαλάκι — διαυγής — ξανανιωμένος — λιθόστρωτος — βουΐζω — αλλαντίοση — μιλιγκράμ — οιδίζω — μεταμοντέρνος — βιαιοπάθεια — ανακρίβεια — αντιδημαρχία — φοδράρω — ρητορικός — κρυπτογράφημα — άρπυιο — άγονος |
|||